- υπολειτουργός
- ὁ, Ααυτός που εργάζεται στην υπηρεσία κάποιου άλλου, υπηρέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + λειτουργός «δημόσιος ή ιδιωτικός υπηρέτης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπολειτουργούς — ὑπολειτουργός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek